Ενημέρωση στα χρόνια της αντίστασης

Η ενημέρωση, ως μέσο αντιπληροφόρησης, κατρακυλά την ιεραρχία της γραφειοκρατίας από τα «Σοβιετικά Νέα» ως τις συνοικίες της κατοχικής Αθήνας. Τα Δελτία Ειδήσεων συντάσσονται από μεταφράσεις ξένων ραδιοφωνικών εκπομπών και διανέμονται μ’ ένα δίκτυο στελεχών στα κατάλληλα «μμε» της εποχής. Στη διαδρομή αυτή, συναντούμε τη νεαρή Έλλη Παπά και τη Λιούντα Μάντακα, μέσα από μια μαρτυρία της πρώτης για τον τύπο της αντίστασης.

Η Λιούντα.

Εκθέσεις «Αντιστασιακού Τύπου» γίνονται πολλές. Περνάει ο κόσμος, βλέπει, θαυμάζει! «Για φαντάσου, μέσα σ’ εκείνες τις συνθήκες…».

Μέσα «σ’ εκείνες τις συνθήκες» ζούσανε και δουλεύανε οι Άγνωστοι Στρατιώτες της αντιστασιακής δημοσιογραφίας. Όταν ο «νόμιμος» τύπος υμνολογούσε το Χίτλερ, ένας στρατός ανώνυμων ανθρώπων έπαιζε τη ζωή του κορώνα -γράμματα για να δώσει στους Έλληνες αληθινή πληροφόρηση. Η μάχη για την εθνική επιβίωση δινόταν σε δύο μέτωπα: στο ψωμί και στην πληροφόρηση. Η πείνα και για τα δύο ήταν η ίδια. Υπόγεια λειτουργούσανε τα «μέσα μαζικής ενημέρωσης»: Τα συνθήματα στους τοίχους, και, πολύ συχνά, στο οδόστρωμα, τα τρυκάκια, οι προκηρύξεις, χειρόγραφες, στη γραφομηχανή, σε λινόλεουμ, στον πολύγραφο ή τυπωμένες, οι αφίσες με ή χωρίς εικόνα, οι εφημερίδες -αναρίθμητες- από τις πολυγραφημένες των συνοικιών ως τα κεντρικά έντυπα. Και το χωνί, το «ακουστικό μέσο ενημέρωσης» που αντηχούσε τις νύχτες σε λόφους και λοφάκια φέρνοντας τα μηνύματα της λευτεριάς στους σκλαβωμένους.

Όλα αυτά απαρτίζανε το πυκνό δίχτυ των «μαζικών μέσων ενημέρωσης» στις πόλεις τα χρόνια της Κατοχής. Όλα αυτά, για να λειτουργήσουν, έπρεπε να τροφοδοτούνται. Έπρεπε να έχουνε τις πηγές τους, από όπου αντλούσανε την πληροφόρηση. Και μια από τις μεγάλες πηγές, αληθινή νερομάνα της πληροφόρησης τα χρόνια εκείνα στην Αθήνα ήταν η Λιούντα. Η Λιούντα Μάντακα. Ας είναι δοξασμένο το -άγνωστο στους πολλούς- όνομά της. Η Ρωσίδα, που την έφερε ένας έρωτας στην Ελλάδα, και χάρισε στην Ελλάδα την καρδιά της, και τη ζωή της. Στο μικρό σπιτάκι της, στο τέρμα Πατησίων, είχε ανοίξει μια μικρή κρύπτη, όσο να χωράει το ραδιόφωνο, γυμνωμένο από το περίβλημά του. Εκεί, ξαπλωμένη με τις ώρες στο πάτωμα, έπαιρνε Μόσχα. Όλες τις εκπομπές. Τις κατέγραφε, με τη μοναδική της ευσυνειδησία. Τις μετέφραζε στα ελληνικά. Με τη μοναδική της ευσυνειδησία, που σήμαινε μετάφραση «πιστή» – κατά τα λέξη. Τις έγραφε σε ψιλό τσιγαρόχαρτο. Με τό γραφικό της χαρακτήρα – από τους πιο δυσανάγνωστους που γνώρισα. Η αγαλλίαση και το μαρτύριό μας ήταν η Λιούντα.

Αγαλλίαση, γιατί χάρη σ’ αυτήν παρακολουθούσαμε βήμα με βήμα, ώρα την ώρα, τη μάχη του Στάλινγκραντ, κι έπειτα τη μεγάλη προέλαση του Κόκκινου Στρατού. Τις ημερήσιες διαταγές του Στάλιν, τις κανονιές που χαιρετίζανε κάθε νίκη, τις απώλειες του εχθρού – τα είχαμε όλα. Πλήρη. Αρκεί να τα…. αποκρυπτογραφούσαμε σωστά. Κι αυτό ήτανε το βάσανό μας. Μα πια το είχαμε συνηθίσει . Κι όταν η Λιούντα μας παρέδινε, το σούρουπο, πάκο τα χειρόγραφά της, με το αξέχαστο χαμόγελό της, που γινότανε όλο και πιο φωτεινό με κάθε νίκη, εμείς ξέραμε τι μας περίμενε. Να διαβάζεις τα χειρόγραφα της Λιούντας και να τα μεταφράζεις στα ελληνικά, ήταν ένα χαρούμενο μαρτύριο.

Το μεταπελευθερωτικό κράτος την αντάμειψε, με το γνωστό τρόπο. Στρατοδικείο, καταδίκη, φυλακή. Κι εκεί στη φυλακή, τι δε φτιάχνανε τα χρυσά της χέρια. Παλιά δούλευε στο σκηνογραφικό του Εθνικού Θεάτρου. Φυσικά την απολύσανε λόγω «κοινωνικών φρονημάτων». Μα τα χέρια της δεν μπορέσανε να της τα πάρουνε. Θυμάμαι ακόμη το «Μακρινό Δρόμο» του Αρμπούζοφ και το «Φιόρο του Λεβάντε» του Ξενόπουλου που «ανέβασε» στη φυλακή. Παραστάσεις παράνομες – οι «πολιτιστικές» εκδηλώσεις δεν επιτρέπονταν εκεί μέσα – με σκηνικά, σκηνοθεσία και κοστούμια της Λιούντας. Και το ανέβασμα του «Παραμυθιού του Ρόδου», που ήτανε αληθινό ποίημα. Έπαιρνε χαρτί περιτυλίγματος, περνούσε μερικές πινελιές νερόχρωμα, και σε λίγο είχε έτοιμη μια ονειρεμένη δέσμη τριαντάφυλλα. Μπορούσε να φτιάξει από τσουβάλια τουαλέττες κι από χαρτόκουτα έπιπλα εποχής. Κι όλα αυτά αθόρυβα, σα να έκανε το απλούστερο πράγμα του κόσμου.

Η Λιούντα δε ζει πια. Το σπιτάκι της, στην οδό Ρενιέρη, είναι τώρα αγνώριστο. Απόχτησε άλλον ένα όροφο, έγινε πιο «μοντέρνο». Φυσικά, δεν ήτανε «διατηρητέο». Αυτό το σπίτι, που έπρεπε να είχε γίνει το Μνημείο του Τύπου της Αντίστασης.

Χάρη στη Λιούντα και στο ραδιόφωνό της ο τύπος της Αντίστασης ήτανε θαυμάσια ενημερωμένος για όλα όσα γίνονταν στο Ανατολικό Μέτωπο, ιδιαίτερα τα «Σοβιετικά Νέα», που γίνανε ένα από τα καλύτερα και πιο ενημερωμένα έντυπα της Αντίστασης. Περιττό να πούμε πως ήτανε πολλά τα αποσφραγισμένα ραδιόφωνα, που λειτουργούσανε παράνομα και παίρνανε Λονδίνο. Μόνο που χρειάστηκε να περιμένουμε το άνοιγμα του «δεύτερου μετώπου» για ν’ αποχτήσουνε ενδιαφέρον οι εκπομπές του Λονδίνου. Ως τότε, οι γλυκεράδες που γεμίζανε τις -ελληνικές ιδιαίτερα- εκπομπές του δεν μπορούσανε να πούνε πολλά πράγματα στους Έλληνες.

oliver-typewriter

oliver typewriter

Το Δελτίο Ειδήσεων ήτανε πολύτιμο εκείνα τα χρόνια. Είχε ειδήσεις από όλους τους ξένους σταθμούς, δηλαδή Μόσχα και Λονδίνο, από την Αντίσταση στα βουνά και στις πόλεις. Τις ειδήσεις από την Αντίσταση μας τις δίνανε σε οργανώσεις, το ΕΑΜ και το ΚΚΕ. Για μεγάλο διάστημα το πολλαπλασιάζανε στον πολύγραφο οι αχτίδες του ΚΚΕ, και μ’ αυτή τη φάση συνδέεται η «όλιβερ». Μια παμπάλαιη γραφομηχανή, από κείνες που τα στοιχεία πέφτανε από πάνω. Παμπάλαιη, αλλά γερή, έβγαζε άνετα τα δέκα αντίγραφα που χρειάζονταν – ένα για κάθε αχτίδα της Αθήνας.

Στο σπίτι μιας αδερφής μου – η όλιβερ άνηκε στον άντρα της – χτυπούσα κάθε βδομάδα τα αντίγραφα. Το απόγευμα με περίμενε ο σύνδεσμος, του τα έδινα, πηγαίνανε στον προορισμό τους, κάθε αχτίδα έβγαζε στον πολύγραφο τα δικά της αντίτυπα. Όλα λοιπόν εξαρτιόνταν από κείνη τη γραφομηχανή κι από τη δική μου ταχύτητα. Κάτι να πήγαινε στραβά, μια φορά να χάλαγε το ραντεβού με το σύνδεσμο, κι οι αχτίδες θα μένανε χωρίς δελτίο, τα χωνιά χωρίς τις τελευταίες ειδήσεις, οι εφημερίδες των συνοικιών χωρίς πλήρη ενημέρωση.

Ευτυχώς, μόνο μια φορά με πρόδωσε η γραφομηχανή. Ήτανε πια μεσημέρι, η ώρα πίεζε, κι ακόμη βρισκόμουνα στη μέση, όταν η όλιβερ σταμάτησε. Τι διάβολο είχε πάθει, δεν μπορούσαν να καταλάβω. Απλώς, τα πλήκτρα δεν κατεβαίνανε. Το μόνο που έμενε ήτανε να την πάω στο μάστορη. Τη φορτώθηκα μέρα-μεσημέρι, και βρέθηκα στην πλατεία Καρύτση με την όλιβερ αγκαλιά. «Αφείστε την, και θα δούμε τι μπορεί να γίνει», μου λέγανε στα μαγαζιά. Βρέθηκε κι ένας πιο βολικός. «Αύριο θα είναι έτοιμη», μου είπανε. Αύριο; Δεν υπήρχε αύριο. Κλάφτηκα, παρακάλεσα, – «έχω βιαστικά αντίγραφα, θα χάσω τη δουλεία μου» και τέτοια. Με λυπηθήκανε οι άνθρωποι, τη φτιάξανε, γύρισα με την ψυχή στα δόντια, τα χέρια μου πονούσανε από το βάρος, η ταχύτητά μου είχε πέσει στο μισό , η ώρα περνούσε, το ραντεβού με το σύνδεσμο ήτανε στα Πατήσια, κι άντε να βρεις γκαζοζέν αν δε σ’ έπαιρνε ο χρόνος να πας με τα πόδια.

Πώς κατάφερα να είμαι στην ώρα μου ούτε εγώ το ξέρω. Το κατάλαβα τη νύχτα, όταν βρέθηκα καθιστή στο κρεβάτι να φωνάζω άγρια. Κοιμόμουνα με τη μάνα μου εκείνη τη νύχτα, στο σπίτι της Διδώς, σ’ σε ένα στενό ντιβανάκι. Τρελλάθηκε η μάνα μου. «Τί έπαθες, είδες όνειρο;», με ρώταγε. Δεν είχα δει όνειρο, κανέναν εφιάλτη δε θυμόμουνα να είδα στον ύπνο μου. Ήτανε μόνο η ένταση της ημέρας, εκείνο το αίσθημα ευθύνης – να πρέπει να δώσω το δελτίο – στις πέντε το απόγευμα, ώρα αστεροσκοπείου, ούτε λεπτό πιο αργά, κι η γραφομηχανή να πρέπει ναχει χαλάσει και το δελτίο να πάει χωρίς καθυστέρηση. Έτσι έβγαινε ο τύπος της Αντίστασης – όταν ήσουνα τυχερός και δεν έπεφτες στα χέρια των Γερμανών, στα μπλόκα των γερμανοτσολιάδων, στα χέρια της Ειδικής Ασφάλειας.

~ από root στο 27 Φεβρουαρίου, 2011.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.