Τους δικαιολογώ

Δεν είδαν τους ναζί με το αληθινό τους πρόσωπο, τότε στο 0.1%. Να εισβάλουν στη σχολή, να τα κάνουν λαμπόγυαλο, να αφήνουν αιμόφυρτους συμφοιτητές σου. Για αυτούς το παρακράτος είσαι εσύ.

Δεν είδαν ένα γεμάτο αμφιθέατρο να έχει πιστέψει στον εαυτό του, να κάνει πράξη το λόγο του και να δημιουργεί σχέσεις. Για μήνες, να δίνει ραντεβού τις Πέμπτες στο δρόμο με τα αμφιθέατρα της υπόλοιπης χώρας. Να είναι αγωνιστές και αγωνίστριες όχι απλά ενάντια σε ένα νόμο και μια κυβέρνηση που πολλά προμήνυαν, αλλά σε ένα μέλλον που είναι η σημερινή διαρκής αναδιοργάνωση της εργασίας, της κουλτούρας, της καθημερινής ζωής. Για αυτούς η αυτοθέσμιση είναι ακόμα μία λέξη, δεν κάνει τίποτα, δημιουργεί μόνο μποντιλιάρισμα.

Δεν είδαν συμφοιτητές, συναγωνιστές, συντρόφους να στέκονται με πείσμα και περηφάνια 5 μερόνυχτα στο πόδι επειδή μπάτσοι, δικαστές, πρετεντέρης και πολύδωρας είχαν αποφασίσει να σε αφανίσουν και ως κίνημα και βιολογικά. Ούτε τις ίδιες συντρόφισσες και συντρόφους 5 χρόνια μετά να δηλώνουν παρών στις αίθουσες των δικαστηρίων, «επειδή μπορεί να ήμαστε εμείς στη θέση τους». Για αυτούς η αλληλεγγύη είναι η εξαγορά τύψεων κάθε χριστούγεννα: πέντε παστίλιες και δυο κάρτες.

Δε γνώρισαν την άμισθη εργασία των φοιτητών στα καλύτερά της: στα εργαστήρια, τις εργασίες, τις δημοσιεύσεις. Όλα αυτά τα προβλεπόμενα για τους άξιους, τους αδιάφθορους, τους αντικειμενικούς, τους «δημοκράτες» καθηγητές σου. Ούτε, πιθανά, γνώρισαν την έμμισθη συνθήκη του πρεκάριου φοιτητή με τα γελάκια, τις ματιές, τις παρενοχλήσεις, τις υπερωρίες, τις απολύσεις, το «απογευματινή-πρωινή». Για αυτούς η καθημερινότητα είναι μικροπράγματα, όχι ανάγκες επιβίωσης.

Δεν ένιωσαν μετά από τόσες απειλές, ξυλοδαρμούς, υποδικίες, προφυλακίσεις, τη σφαίρα να μπήγεται απευθείας στη δική τους καρδιά εκείνο το Σάββατο. Δεν ένιωσαν το ελάχιστο που έπρεπε να γίνει. Δεν το έκαναν. Δεν ήταν πουθενά. Αυτοί έκλαιγαν αγκαλιά με τις μηχανές του θεάματος για την αδικία και την ατυχία της στιγμής.

Δεν είδαν από κοντά πως γίνεται να ζει κάποιος στην τρομοκρατία της αλλαγής βάρδιας των μπάτσων, όταν –σαν ελάχιστο υπηρεσιακό καθήκον στο καθημερινό ρατσιστικό πογκρόμ–  περνούν και πετάν ένα «μαζέψτε τα». Δεν είδαν τα όρια της ανθρώπινης υπομονής, δεν έσφιξαν τα χέρια της. Δεν οργανώθηκαν σε συνέλευση με δυο, τρείς διαφορετικές γλώσσες. Δε γνώρισαν τις αντιφάσεις των μεταναστών. Δεν άλλαξαν μαζί τους από τη διαδικασία του κοινού αγώνα. Δεν κατανόησαν πως το «εμείς κι αυτοί», είναι τελικά μόνο «εμείς». Για αυτούς το «παραεμπόριο» είναι απουσία δημοκρατικότητας και πληγή για την εθνική οικονομία.

Δεν είπαν ο ένας στον άλλο, ίσως μεταξύ σοβαρού κι αστείου, ακούγοντας ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο, ότι νιώθουν ένα κινηματικό deja vu δεκαετιών. Για αυτούς είτε ο φονταμενταλισμός, είτε ο νιχιλισμός –πάντως σίγουρα η υποκρισία– είναι status quo στις 17 κάθε Νοέμβρη.

Εντάξει, πολύ μελό. Όλοι αυτοί οι σχολιαστές των επεμβάσεων στη Villa και την ΑΣΟΕΕ δεν έζησαν κάτι από τα παραπάνω· τα οποία τί είναι στην τελική; Μια αποσπασματική, ατομική συνεισφορά σε μια κοινότητα αγώνων, μια κοινότητα κοινών συμφερόντων στην κατεύθυνση οργάνωσης της τάξης. Εντάξει, λοιπόν, πώς να μην τους δικαιολογώ;

~ από root στο 1 Ιανουαρίου, 2013.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.