Περί κηπουρικής

Παντού σ’ ολόκληρο τον πλανήτη, ο Κήπος μοιάζει να είναι μια οικουμενική ανθρώπινη αξία, μια κραυγή για σύναξη.

Θλιβερά κηπάρια των βορείων προαστίων. Κήποι των μοναστηριών. Κήποι εγκαταλελειμμένοι και μυστηριώδεις, που τους ξανακυρίευσε η άγρια φύση. Πορτοκαλεώνες της Βόρειας Αφρικής. Σκαλωτοί κήποι με τις ξερολιθιές στ’ απόκρημνα βουνά. Ακόμη και στην καρδιά της ζούγκλας του Αμαζονίου, οι Ινδιάνοι καλλιεργούν τα μποστάνια τους.

Όταν κατοικείς στην πόλη, σπάνια έχεις την τύχη να έχεις τον δικό σου οικογενειακό κήπο. Τότε που ήμασταν παιδιά, πηγαίναμε να παίξουμε στην πλατεία Κομάιγ ή στους κήπους του Λουξεμβούργου. Σαν μεγαλώσαμε, παίζαμε στον Βοτανικό ή στις Αρένες της Λουετίας. Δεν ήμασταν κι απ’ τους πιο άτυχους.

Οι άνθρωποι της γενιάς του ’36 κέρδισαν τις πληρωμένες αργίες, τις ώρες της αναψυχής και της κατανάλωσης. Αγόρασαν ποδήλατα ή μοτοσυκλέτες και ρίχτηκαν στους δρόμους των διακοπών. Δεν είχαν πρόβλημα να δουλεύουν παραπανίσιες ώρες προκειμένου ν’ απολαύσουν την τηλεόραση ή το ηλεκτρικό ψυγείο. Ξεπούλησαν την αλληλεγγύη με αντάλλαγμα ένα αυτοκίνητο και κάποιες σύγχρονες συσκευές. Όταν όμως ήρθε η ώρα να βγουν στη σύνταξη, οι περισσότεροι από αυτούς προσπάθησαν να βρούνε κάπου ένα μικρό κηπάκι για να γεμίσουν το λυκόφως της ζωής τους. Όλη τους τη ζωή δηλαδή κρατούσαν μυστικό στα τρίσβαθα της καρδιάς τους το όνειρο ενός Κήπου. Και δεν μας έλεγαν τίποτα γι’ αυτό! Δεν έλεγαν ψέματα μόνο σ’ εμάς, τα παιδιά τους, αλλά και στον ίδιο τους τον εαυτό.

— Ο Κήπος, Υβ Λε Μανάκ

— ♦ —

Έξω από το επάγγελμά του ο λογιστής είναι ευερέθιστος. Γιατί τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη μη πραγματικότητα δεν είναι ποτέ σαφώς αναγνωρίσιμα κι όποιος ζει σε έναν κόσμο που οι όροι συνδέσεώς του είναι πλήρεις δεν ανέχεται να υπάρχει ένας άλλος κόσμος που οι συσχετισμοί του να είναι για αυτόν ακατάληπτοι  και ανεξερεύνητοι: όποιος βγαίνει από τα όρια του σταθερά οικοδομημένου κόσμου ή αποσπάται βίαια από αυτόν είναι ανυπόμονος και μεταβάλλεται σε έναν ασκητικό και παθιασμένο ζηλωτή, τελικά σε επαναστάτη. Η σκιά του θανάτου βαραίνει πάνω του και ο πρώην λογιστής — εάν έχει γεράσει — είναι χρήσιμος πλέον μόνο για τις ασήμαντες καθημερινές ασχολίες του συνταξιούχου, αυτός, απομονωμένος από την εξωτική πραγματικότητα και τα τυχαία συμβάντα περιορίζεται να ποτίζει τον κήπο του και να φροντίζει τα οπωροφόρα δέντρα του. Αν όμως είναι ακόμα ρωμαλέος και έχει όρεξη για δουλειά η ζωή του μεταβάλλεται σε ένα φθοροποιό πόλεμο ενάντια σε μια πραγματικότητα η οποία γι’ αυτόν είναι εξωπραγματική. Και αυτό συμβαίνει ιδίως αν η μοίρα ή κάποια κληρονομιά τον οδηγήσει σε μια περίοπτη θέση όπως αυτού του εκδότη μια εφημερίδας, έστω κι αν η εφημερίδα που διευθύνει είναι ασήμαντο επαρχιακό φύλλο.

— Οι υπνοβάτες, Χέρμαν Μπροχ

— ♦ —

Σ’ αυτό το σημείο της γης τα πάντα φωτίζονται. «Τόσο απλό δεν είναι;» αναρωτιέμαι καθώς βλέπω τους θάμνους ν’ ανεβαίνουν την πλαγιά, το λόφο δεξιά με τις καμένες πέτρες, το καψαλισμένο δέντρο που επιμένει να κρατιέται όρθιο και τη δενδροστοιχία με τους ευκαλύπτους — ξερά τα φύλλα από την πυρκαγιά, και μόνο στην κορυφή μια τούφα πράσινο, μια κάποια προσπάθεια για επανάληψη. Κι ο κήπος με τα μαδημένα χρυσάνθεμα έτσι που σκύβουν στο χώμα, η κληματαριά που ανεβάζει τα κατακίτρινα φύλλα της στον τοίχο της εκκλησιάς, η βρύση που χάλασαν οι βόλτες της και τρέχει κρατώντας το ίσιο στη σιγαλιά του τοπίου, κι όλ’ αυτά να ενώνονται μέσα μου, να ‘μαι γερμένο χρυσάνθεμο και μοναχικό δένδρο, ευκάλυπτος μ’ ένα ελάχιστο φύλλωμα να ριγεί στον αέρα, κληματαριά που προσπαθεί να στηρίξει κάπου τα φύλλα της. «Αυτός είσαι», σκέφτομαι, «η μικρή ξεχασμένη ρεματιά που επιχειρεί να υπάρξει»

— Ο μπιντές, Μάριος Χάκκας

— ♦ —

Είχε δει ανθισμένα λουλούδια.

Θυμάται να κρύβεται προσκυνώντας κορμούς δέντρων, μετρώντας ψιθυριστά με κλειστά τα μάτια, να σχηματίζει τη μορφή της. «Φτου! και βγαίνω». Μόνο αυτήν έψαχνε. Την κυνηγούσε γύρω από τα παρτέρια της γειτονιάς, του ξέφευγε απλά με ένα χαμόγελο, με μια χρυσοπράσινη κορδέλα στα μαλλιά της να είναι η ακαταμάχητη προστασία της. Τον είχε διεκδικήσει. Είχε φοβηθεί μήπως ήταν λίγος. Είχε φοβηθεί μήπως ήταν λίγη. Είχαν μάθει τέλος πάντων, αν και παιδιά, πως η αγάπη είναι ο φόβος που μας ενώνει με τους άλλους.

Τώρα πια ζουν χώρια, αν και οι δύο κάτοικοι της ίδιας ηπείρου. Καμιά φορά, σπάνια, συμβαίνει και το εξής: όταν σκαλίζει τις παιδικές του αναμνήσεις, ανατρέχει σε εκείνη. Πώς στ’ αλήθεια να την ξεχάσει; Αυτός που δεν τα κατάφερνε ποτέ στη μυθολογία, έμαθε απ’ έξω τον κύκλο των εποχών με το όνομά της. Πώς να ξεχάσει το καλύτερο απόγευμα της ζωής του, όταν εκείνη ήρθε στον κήπο — ήταν μόλις έξι — και του ανακάτεψε όλα τα παιχνίδια;

Της γράφει «δεν υπάρχει μορφή μου που να μην περικλείει εσένα να μου γελάς, με τον ήλιο να γλιστράει πίσω σου, να δικαιώνει κάθε εξέγερση, και την κορδέλα σου να ανεμίζει στην αιωνιότητα» και προσπαθεί, είκοσι χρόνια κιόλας, να υπάρξει σε αυτή την έρημο της κακογουστιάς, της αδικίας και της ατέλειωτης ετερονομίας.

— ♦ —

Είχε την τύχη να μεγαλώσει σε σπίτι με μεγάλο κήπο. Λίγα σκαλοπάτια τον χώριζαν από το δροσερό χορτάρι. Στις ανθισμένες αλτάνες της μητέρας έκανε τις πρώτες του εξερευνητικές αποστολές. Ο ίσκιος των ψηλών δέντρων υπήρξε γι’ αυτόν ιδανικός σύντροφος για τα καλοκαιρινά μεσημέρια. Δεν ήξερε όμως ότι η μυρωδιά του φρεσκοποτισμένου χώματος και η αίσθηση του παγωμένου νερού του πηγαδιού θα γινόταν κάποτε ανάμνηση μιας οργάνωσης της ζωής με επίκεντρο το παιχνίδι.

Μια μέρα, γύρω στα δέκα, στάθηκε άξαφνα μπροστά στην ψηλότερη λεύκα. Άγγιξε τον κορμό της και πιάστηκε στο πιο χαμηλό κλαδί. Αναρριχήθηκε, πάτησε σταθερά πάνω του κι έπειτα πήδηξε στο επόμενο. Ανακάθισε, άφησε τα πόδια του να κρέμονται στο κενό, παρατήρησε από ψηλά όλα αυτά τα μικρά λουλούδια που δεν ήξερε τα ονόματά τους.

Άρχισε να κλαίει, δεν ήθελε να μεγαλώσει έτσι απότομα. Άλλωστε, ήταν πολύ νωρίς για να αρχίσει να φυτεύει κι ο ίδιος αγκινάρες Βρυξελλών.

~ από root στο 25 Ιουλίου, 2014.

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.